- κάδου
- κάδοςjarmasc gen sgκά̱δου , κήδωtroublepres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)κά̱δου , κήδωtroubleimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TROCHLEA — Graece τροχαλία, ad hauriendam e puteis aquam adhibita, occurit apud Pollucem, Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖν δέοιτ᾿ ἂν, οἶμαι οκευῶν ἀντλητῆρες, ἀντλίας ἱμονίας, κάλου, χοινίου, κάδου, τροχαλίας: poliam vulgo Galli vocant, de… … Hofmann J. Lexicon universale
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
ιβανατρίς — ἰβανατρίς, ἡ (Α) [ιβανώ] το σχοινί τού κάδου με τον οποίο γίνεται άντληση από το πηγάδι … Dictionary of Greek
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
χυτρόγαυλος — ὁ, ΜΑ, και κυθρόγαυλος και χυθρόγαυλος Α ονομασία αγγείου, πιθανώς σε σχήμα κάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + γαυλός «είδος δοχείου»] … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
ινδανθρένιο — Οργανική ένωση του τύπου C28H14Ο4N2 (Ν–διυδρο – 1, 2, 2’, 1’ – ανθρακινόνη – αζίνη). Είναι βαθυκύανη σκόνη, πρακτικά αδιάλυτη στο νερό και στους οργανικούς διαλύτες και ανήκει στα χρώματα αναγωγής (χρώματα κάδου) της ανθρακινόνης. Είναι πολύ… … Dictionary of Greek